Ἀκακησίου

Ἀκακησίου
Ἀκακήσιος
masc/neut gen sg
Ἀκακήσιος
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκακησίου — ἀκακήσιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακακήσιον — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας. Βρισκόταν στους πρόποδες ομώνυμου λόφου, στην κορυφή του οποίου υπήρχε άγαλμα του Ερμή Ακακησίου. Η επωνυμία ανήκει στον Άκακο, γιο του Λυκάονα, που κατά την παράδοση είχε αναθρέψει τον Ερμή. Από το όνομα αυτού πήρε και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”